- ἱδρύω
- ἱδρύ̱ω , ἱδρύωmake to sit downpres subj act 1st sgἱδρύ̱ω , ἱδρύωmake to sit downpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδρύω — ιδρύω, ίδρυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱδρυνθέντα — ἱδρύω make to sit down aor part pass neut nom/voc/acc pl ἱδρύω make to sit down aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ … Dictionary of Greek
ἱδρυνθεῖσα — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρυνθεῖσαν — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρυνθείη — ἱδρύω make to sit down aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρυνθείς — ἱδρύω make to sit down aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρυνθείσαις — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)